- χουζούρεμα
- το -ατος (λ. τουρκ.)1. ανάπαυση, τεμπελίκι: Του αρέσει το χουζούρεμα.2. νωθρότητα, αδράνεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χουζούρεμα — το, Ν [χουζουρεύω] χουζούρι … Dictionary of Greek
χουζούρι — το (λ. τουρκ.), βλ. χουζούρεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)